Η παχυσαρκία αποτελεί μια παγκόσμια πανδημία που σε πολύ μεγάλο ποσοστό παρουσιάζει αυξημένα ποσοστά «αναπηρίας» και θνητότητας στα άτομα που πλήττει [1]. Οχι μόνο ως ασθένεια από μόνη της [2], αλλά και επειδή αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για αρκετές μυοσκελετικές, νεοπλασματικές και καρδιαγγειακές παθήσεις (CVD) [3].
Η βαριατρική χειρουργική αποτελεί σήμερα την πιο αποτελεσματική θεραπεία τηςπαχυσαρκίας. Πέραν από την μείωση του σωματικού βάρους οι βαριατρικές επεμβάσεις μειώνουν παράλληλα τους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου (CMRFs), που επηρεάζουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου [4, 5].
Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, η σωστή διατροφή και η σωματική δραστηριότητα συνιστώνται μετά από βαριατρικές επεμβάσεις για τη μακροχρόνια διατήρηση της απώλειας του σωματικού βάρους [6]. Παρόλα αυτά, η συμμετοχή σε δομημένα προγράμματα άσκησης έχει δείξει μόνο μέτρια οφέλη μετά από βαριατρικές επεμβάσεις [7]. Επομένως, είναι αβέβαιο εάν η άσκηση θα μπορούσε να έχει κλινικά σημαντική επίδραση στη βελτίωση των καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου αυτών των ασθενών. Ωστόσο, η σωματική δραστηριότητα και τα αποτελέσματα της άσκησης είναι, σε μεγάλο βαθμό, ανεξάρτητα από την επίδρασή τους στο Δείκτη μάζας σώματος[8,9].
Πρόσφατη έρευνα προσπάθησε να εξετάσει την σημαντικότητα της σωματικής άσκησης μετά από βαριατρικές επεμβάσεις, στην μείωσης του καρδιαγγειακού ρίσκου. Σύμφωνα με τα ευρήματά, η άσκηση μπορεί να είναι αποτελεσματική στρατηγική για τη βελτίωση των καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου σε ασθενείς μετά από βαριατρικές επεμβάσεις , αφού φαίνεται να συμβάλει σε μείωση της συστολικής αρτηριακής πίεσης και των τριγ
Αναφορικά με τον τύπο της άσκησης, σύμφωνα με την έρευνα, ο συνδυασμός αερόβιας με ασκήσεις αντίστασης, ξεκινώ
Αναφορές